βλαβεροῦ

βλαβεροῦ
βλαβερός
harmful
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παγίδα — Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 150 μ.) του νομού Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Iωνίας. * * * η (ΑΜ παγίς, ίδος) 1. όργανο ή ειδική κατασκευή που χρησιμεύει για την εξαπάτηση και τη σύλληψη θηράματος ή την εξόντωση βλαβερού ζώου 2. μτφ. μέσο ή… …   Dictionary of Greek

  • πρασοκουρίς — ίδος, ἡ, Α είδος βλαβερού εντόμου που τρώει τα πράσα, ο κρεμμυδοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράσον + κουρίς (< κουρά)] …   Dictionary of Greek

  • ψαλίτης — ὁ, Α είδος εντόμου βλαβερού για τα κηπευτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίς «ψαλίδι» + επίθημα της* (πρβλ. πρεσβύ της)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”